- κάστανο
- Βλ. λ. καστανιά (κάστανο).
* * *το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ)ο καρπός τού δέντρου καστανιάνεοελλ.φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» — εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο μέρος μιας πράξης από την οποία πρόκειται να ωφεληθεί άλλοςβ) «δεν χαρίζω κάστανα» — δεν κάνω υποχωρήσεις ή εξαιρέσεις, είμαι αυστηρόςμσν.η καστανιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., λ. μάλλον μικρασιατικής προελεύσεως (πρβλ. αρμεν. kask «κάστανο», kaskeni «καστανιά»). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή castanea, την οποία στη συνέχεια δανείστηκαν διάφορες ρομανικές αλλά και κελτικές και γερμανικές γλώσσες (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. chestina). Παρ. τής λ. είναι ορισμένα τοπωνύμια (πρβλ. Καστανίς, πόλη τής Μικράς Ασίας, Καστανέα, πόλη τής Μαγνησίας).ΠΑΡ. καστανέα (καστανιά)αρχ.κασταναϊκός, καστάναιον, καστάνειος, καστανικόςμσν.καστανάτος, καστανέωννεοελλ.καστανάς, καστανός, καστανωτά.ΣΥΝΘ. μσν. καστανούχοςνεοελλ.καστανέρυθρος, καστανομάλλης, καστανομάτης, καστανόξανθος, καστανοπώλης, καστανότοπος, κατανόφαιος, καστανόχρους, καστανόχρωμος, καστανόχωμα, καστανοχώρι].
Dictionary of Greek. 2013.